χειρουργία

χειρουργία
χειρουργίᾱ , χειρουργία
working by hand
fem nom/voc/acc dual
χειρουργίᾱ , χειρουργία
working by hand
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χειρουργίᾳ — χειρουργίαι , χειρουργία working by hand fem nom/voc pl χειρουργίᾱͅ , χειρουργία working by hand fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χειρουργίη Α [χειρουργός] η χειρουργική αρχ. 1. δεξιοτεχνία τών χεριών, κατασκευή ή διακόσμηση έργων με τα χέρια τού τεχνίτη 2. χειρούργημα …   Dictionary of Greek

  • χειρουργίας — χειρουργίᾱς , χειρουργία working by hand fem acc pl χειρουργίᾱς , χειρουργία working by hand fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργίαι — χειρουργία working by hand fem nom/voc pl χειρουργίᾱͅ , χειρουργία working by hand fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργίαν — χειρουργίᾱν , χειρουργία working by hand fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργιῶν — χειρουργία working by hand fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργίαις — χειρουργία working by hand fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργίη — χειρουργία working by hand fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργίην — χειρουργία working by hand fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργίης — χειρουργία working by hand fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”